- σχιζογραφία
- η, Ν(σε περίπτωση σχιζοφρενίας) διαταραχή τού γραπτού λόγου η οποία χαρακτηρίζεται από ασυνάρτητο συμφυρμό πραγματικών ή φανταστικών λέξεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. schizographie (< σχίζω + -γραφία*)].
Dictionary of Greek. 2013.